Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱεροσκόπος < ἱερός + σκοπέω

  Επίθετο επεξεργασία

ἱεροσκόπος, -ος, -ον

  1. αυτός που εξετάζοντας τα θυσιασθέντα προβαίνει σε μαντείες.
  2. ο μάντις επί θυσιών