Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιερομάρτυρας οι ιερομάρτυρες
      γενική του ιερομάρτυρα
ιερομάρτυρος*
των ιερομαρτύρων
    αιτιατική τον ιερομάρτυρα τους ιερομάρτυρες
     κλητική ιερομάρτυρα ιερομάρτυρες
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιερομάρτυρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱερομάρτυς < ἱερός + μάρτυς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιερομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία