Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιεροεξεταστικός η ιεροεξεταστική το ιεροεξεταστικό
      γενική του ιεροεξεταστικού της ιεροεξεταστικής του ιεροεξεταστικού
    αιτιατική τον ιεροεξεταστικό την ιεροεξεταστική το ιεροεξεταστικό
     κλητική ιεροεξεταστικέ ιεροεξεταστική ιεροεξεταστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιεροεξεταστικοί οι ιεροεξεταστικές τα ιεροεξεταστικά
      γενική των ιεροεξεταστικών των ιεροεξεταστικών των ιεροεξεταστικών
    αιτιατική τους ιεροεξεταστικούς τις ιεροεξεταστικές τα ιεροεξεταστικά
     κλητική ιεροεξεταστικοί ιεροεξεταστικές ιεροεξεταστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιεροεξεταστικός < Ιερά Εξέταση

  Επίθετο επεξεργασία

ιεροεξεταστικός

  • που έχει τις ιδιότητες της Ιεράς Εξέτασης, επικριτικός με υπερβολική αυστηρότητα, και ακαμψία

  Μεταφράσεις επεξεργασία