↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιδιόμελο τα ιδιόμελα
      γενική του ιδιόμελου των ιδιόμελων
    αιτιατική το ιδιόμελο τα ιδιόμελα
     κλητική ιδιόμελο ιδιόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδιόμελο < μεσαιωνική ελληνική ἰδιόμελον < ἴδιον + μέλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιδιόμελο ουδέτερο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία