ιδιόμελο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιδιόμελο | τα | ιδιόμελα |
γενική | του | ιδιόμελου | των | ιδιόμελων |
αιτιατική | το | ιδιόμελο | τα | ιδιόμελα |
κλητική | ιδιόμελο | ιδιόμελα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιδιόμελο < μεσαιωνική ελληνική ἰδιόμελον < ἴδιον + μέλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιδιόμελο ουδέτερο
- (μουσική, εκκλησιαστικός όρος) τροπάριο με ξεχωριστή δική του μελωδία, που δεν μοιάζει με τις μελωδίες άλλων τροπαρίων
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιδιόμελο
|
Πηγές
επεξεργασία- ιδιόμελο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ιδιόμελο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)