Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιοχρησία οι ιδιοχρησίες
      γενική της ιδιοχρησίας των ιδιοχρησιών
    αιτιατική την ιδιοχρησία τις ιδιοχρησίες
     κλητική ιδιοχρησία ιδιοχρησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιοχρησία < ιδιο- + χρῆσις < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Selbstgebrauch

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ði.o.xɾiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δι‐ο‐χρη‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδιοχρησία θηλυκό

  1. η αποκλειστική χρήση ενός πράγματος που αποτελεί περιουσιακό στοιχείο από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη του
  2. (νομικός όρος) το δικαίωμα που έχει ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου να λύσει το ενοικιαστήριο συμβόλαιο με τον ενοικιαστή του, προκειμένου να κατοικήσει στο ακίνητο ο ίδιος ή το παιδί του

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία