Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιοσυχνότητα οι ιδιοσυχνότητες
      γενική της ιδιοσυχνότητας των ιδιοσυχνοτήτων
    αιτιατική την ιδιοσυχνότητα τις ιδιοσυχνότητες
     κλητική ιδιοσυχνότητα ιδιοσυχνότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιοσυχνότητα < ιδιο- + συχνότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδιοσυχνότητα θηλυκό

  1. η συχνότητα με την οποία ταλαντώνεται ελεύθερα ένα υλικό σώμα ή σύστημα· ισούται με   όπου D η σταθερά της ταλάντωσης και m η μάζα του σώματος που ταλαντώνεται και αποτελεί χαρακτηριστικό φυσικό μέγεθος του συγκεκριμένου σώματος ή συστήματος
    το φαινόμενο του συντονισμού, όπου π.χ. η φωνή μιας σοπράνο μπορεί να σπάσει ένα ποτήρι, συμβαίνει όταν η συχνότητα της φωνής (του διεγέρτη της ταλάντωσης) ισούται με την ιδιοσυχνότητα του ποτηριού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία