ιδιοσυχνότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιδιοσυχνότητα θηλυκό
- η συχνότητα με την οποία ταλαντώνεται ελεύθερα ένα υλικό σώμα ή σύστημα· ισούται με όπου D η σταθερά της ταλάντωσης και m η μάζα του σώματος που ταλαντώνεται και αποτελεί χαρακτηριστικό φυσικό μέγεθος του συγκεκριμένου σώματος ή συστήματος
- το φαινόμενο του συντονισμού, όπου π.χ. η φωνή μιας σοπράνο μπορεί να σπάσει ένα ποτήρι, συμβαίνει όταν η συχνότητα της φωνής (του διεγέρτη της ταλάντωσης) ισούται με την ιδιοσυχνότητα του ποτηριού
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιδιοσυχνότητα