ιδεολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιδεολόγημα ουδέτερο
- ιδέα ή άποψη που επινοείται με σκοπό την υποστήριξη θέσεων ή πράξεων κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιδεολόγημα
|
ιδεολόγημα ουδέτερο
|