θυροφύλακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θυροφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) ο επιφορτισμένος στον έλεγχο εισόδου - εξόδου πύλης, ή πόρτας
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θυροφύλακας
|
θυροφύλακας αρσενικό
|