θρυαλλίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θρυαλλίδα < αρχαία ελληνική θρυαλλίς < αρχαία ελληνική θρύον «καλάμι, βούρλο» + -αλλίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρυαλλίδα θηλυκό
- το φιτίλι που πυροδοτεί έναν εκρηκτικό μηχανισμό
- (μεταφορικά) αφορμή, το γεγονός που πυροδοτεί καταστροφικές εξελίξεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία θρυαλλίδα
|