Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θνησιγονία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
1.4
Αναφορές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
θνησιγονί
α
οι
θνησιγονί
ες
γενική
της
θνησιγονί
ας
των
θνησιγονι
ών
αιτιατική
τη
θνησιγονί
α
τις
θνησιγονί
ες
κλητική
θνησιγονί
α
θνησιγονί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θνησιγονία
<
ελληνιστική
θνῆσις
(<
θνῄσκω
) +
γίγνομαι
[1]
, αναλύεται σε
θνησι-
+
-γονία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
θni.si.ɣoˈnia
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θνησιγονία
θηλυκό
γέννηση
νεκρού
παιδιού
≈
συνώνυμα
:
θνησιγένεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θνησιγονία
αγγλικά
:
stillbirth
(en)
Αναφορές
επεξεργασία
↑
https://www.lexigram.gr/lex/enni/%CE%B8%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%B3%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B1#Hist0