↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θνησιγονία οι θνησιγονίες
      γενική της θνησιγονίας των θνησιγονιών
    αιτιατική τη θνησιγονία τις θνησιγονίες
     κλητική θνησιγονία θνησιγονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θνησιγονία < ελληνιστική θνῆσις (< θνῄσκω) + γίγνομαι [1], αναλύεται σε θνησι- + -γονία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θni.si.ɣoˈnia/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θνησιγονία θηλυκό

  1. η γέννηση νεκρού παιδιού
  2. (ιατρική) η τάση για γέννηση θνησιγενών βρεφών
     συνώνυμα: θνησιγένεια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.