↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεϊστικός η θεϊστική το θεϊστικό
      γενική του θεϊστικού της θεϊστικής του θεϊστικού
    αιτιατική τον θεϊστικό τη θεϊστική το θεϊστικό
     κλητική θεϊστικέ θεϊστική θεϊστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεϊστικοί οι θεϊστικές τα θεϊστικά
      γενική των θεϊστικών των θεϊστικών των θεϊστικών
    αιτιατική τους θεϊστικούς τις θεϊστικές τα θεϊστικά
     κλητική θεϊστικοί θεϊστικές θεϊστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεϊστικός < θεϊσμός / θεός + -ιστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

θεϊστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία