θερμοβαθογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοβαθογράφος αρσενικό
- (σε πλοία) συσκευή καταγραφής της θερμοκρασίας του νερού κατά βάθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοβαθογράφος
|
θερμοβαθογράφος αρσενικό
|