Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θερμαλισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
θερμαλισμ
ός
οι
θερμαλισμ
οί
γενική
του
θερμαλισμ
ού
των
θερμαλισμ
ών
αιτιατική
τον
θερμαλισμ
ό
τους
θερμαλισμ
ούς
κλητική
θερμαλισμ
έ
θερμαλισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θερμαλισμός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θερμαλισμός
αρσενικό
σύνολο θεραπευτικών πρακτικών με κέντρο τη χρήση των
ιαματικών
λουτρών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θερμαλισμός
αγγλικά
:
thermalism
(en)
γαλλικά
:
thermalisme
(fr)