θέσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θέσιμο | τα | θεσίματα |
γενική | του | θεσίματος | των | θεσιμάτων |
αιτιατική | το | θέσιμο | τα | θεσίματα |
κλητική | θέσιμο | θεσίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθέσιμο ουδέτερο
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του θέτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία θέσιμο
|