ηχοπραξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηχοπραξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική echopraxia < αρχαία ελληνική ἠχώ + πρᾶξις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηχοπραξία θηλυκό
- (ψυχιατρική) ακούσια μίμηση κινήσεων που κάνουν άλλοι τριγύρω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηχοπραξία
|