ηχοεπεξεργασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηχοεπεξεργασία < ήχος + -ο- + επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηχοεπεξεργασία θηλυκό
- (νεολογισμός) η επεξεργασία ενός ήχου
- Κορυφαίο εργαλείο της σε όλη αυτή την ηχοεπεξεργασία είναι, βέβαια, τα ιδιαίτερα δομημένα αφτιά της νυχτερίδας. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ήχος, επεξεργασία και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηχοεπεξεργασία
|