Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηπαταλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ηπαταλγί
α
οι
ηπαταλγί
ες
γενική
της
ηπαταλγί
ας
των
ηπαταλγι
ών
αιτιατική
την
ηπαταλγί
α
τις
ηπαταλγί
ες
κλητική
ηπαταλγί
α
ηπαταλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηπαταλγία
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηπαταλγία
θηλυκό
(
ιατρική
)
πόνος
στο
συκώτι
που επεκτείνεται συνήθως προς τον δεξιό
ώμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηπαταλγία
γαλλικά
:
hépatalgie
(fr)