ημιεπεξεργαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιεπεξεργαστής < ημι- + επεξεργαστής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semiprocessor)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημιεπεξεργαστής αρσενικό
- (υλικό υπολογιστή) τύπος επεξεργαστή που χρησιμοποιείται σε υπολογιστικά συστήματα ή άλλες συσκευές
- ※ Η τελευταία είναι η μεγαλύτερη κατασκευάστρια τηλεοράσεων, έξυπνων κινητών και ημιεπεξεργαστών στον κόσμο και αντιστοιχεί στο 70% των εσόδων του ομίλου. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιεπεξεργαστής