ηλιοστάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.li.oˈsta.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λι‐ο‐στά‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηλιοστάτης αρσενικό
- μηχανολογική διάταξη, πάνω στην οποία τοποθετείται φωτοβολταϊκή γεννήτρια, ώστε το σύστημα να μπορεί να περιστρέφεται προς τον ήλιο και να κάνει την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr