ηλεκτροβιογένεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηλεκτροβιογένεση | οι | ηλεκτροβιογενέσεις |
γενική | της | ηλεκτροβιογένεσης* | των | ηλεκτροβιογενέσεων |
αιτιατική | την | ηλεκτροβιογένεση | τις | ηλεκτροβιογενέσεις |
κλητική | ηλεκτροβιογένεση | ηλεκτροβιογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηλεκτροβιογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλεκτροβιογένεση θηλυκό
- παραγωγή ηλεκτρισμού από ζώντες οργανισμούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεκτροβιογένεση
|