Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηγουμενιάρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ηγουμενιάρ
ης
οι
ηγουμενιάρ
ηδες
γενική
του
ηγουμενιάρ
η
των
ηγουμενιάρ
ηδων
αιτιατική
τον
ηγουμενιάρ
η
τους
ηγουμενιάρ
ηδες
κλητική
ηγουμενιάρ
η
ηγουμενιάρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηγουμενιάρης
<
ηγούμενος
+
-ιάρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηγουμενιάρης
αρσενικό
(
ιδιωματικό
)
μοναχός
που έχει ως
διακόνημα
τη
φροντίδα
(της
κατοικίας
) του
ηγουμένου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηγουμενιάρης