ζυγιστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ζυγιστικά | ||
γενική | των | ζυγιστικών | ||
αιτιατική | τα | ζυγιστικά | ||
κλητική | ζυγιστικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζυγιστικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζυγιστικός στον πληθυντικό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zi.ʝi.stiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐γι‐στι‐κά
- τονικό παρώνυμο: ζυγίστηκα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζυγιστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζυγιστικά
|