ζούμπερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζούμπερο | τα | ζούμπερα |
γενική | του | ζούμπερου | των | ζούμπερων |
αιτιατική | το | ζούμπερο | τα | ζούμπερα |
κλητική | ζούμπερο | ζούμπερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζούμπερο < σλαβικής προέλευσης zonbru
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζούμπερο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζούμπερο
|