ζιγκολέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζιγκολέτα | οι | ζιγκολέτες |
γενική | της | ζιγκολέτας | — | |
αιτιατική | τη | ζιγκολέτα | τις | ζιγκολέτες |
κλητική | ζιγκολέτα | ζιγκολέτες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζιγκολέτα < (λόγιο δάνειο) γαλλική gigolett(e) + -α για προσαμογή στην κλίση και απλοποίηση ορθογραφίας των δύο ⟨tt⟩
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zi.goˈle.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζι‐γκο‐λέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζιγκολέτα θηλυκό
- κλιτή μορφή του ζιγκολέτ
- παρωχημένη γραφή κατά τα γαλλικά: ζιγκολέττα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζιγκολέτα
|
Πηγές
επεξεργασία- «ζιγκολέτ» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .