↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζιγκολέτα οι ζιγκολέτες
      γενική της ζιγκολέτας
    αιτιατική τη ζιγκολέτα τις ζιγκολέτες
     κλητική ζιγκολέτα ζιγκολέτες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζιγκολέτα < (λόγιο δάνειο) γαλλική gigolett(e) + για προσαμογή στην κλίση και απλοποίηση ορθογραφίας των δύο ⟨tt⟩

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zi.goˈle.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζι‐γκο‐λέ‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζιγκολέτα θηλυκό

  • κλιτή μορφή του ζιγκολέτ
    παρωχημένη γραφή κατά τα γαλλικά: ζιγκολέττα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία