↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζεβζεκιά οι ζεβζεκιές
      γενική της ζεβζεκιάς των ζεβζεκιών
    αιτιατική τη ζεβζεκιά τις ζεβζεκιές
     κλητική ζεβζεκιά ζεβζεκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεβζεκιά < από το οθωμανικό zevzek

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζεβζεκιά θηλυκό

Στην πάρλα και στη ζεβζεκιά ο Γιάννης είναι ιδιοφυΐα.
Βαρέθηκα τα νάζια της και τις ζεβζεκιές της, θα την χωρίσω!


Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία