Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζεβζέκης < από το οθωμανικό zevzek

  Επίθετο επεξεργασία

ζεβζέκης, -α/-ισσα, -ικο

Μην τον συνερίζεσαι, ζεβζέκης είναι
Μέρα-νύχτα τις ίδιες σαχλαμάρες τσαμπουνάει ο ζεβζέκης!
Ζεβζέκης ο ένας, αχμάκης ο άλλος, όποιος και να κερδίσει τις εκλογές, τη βάψαμε!

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία