ζαχαράσβεστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζαχαράσβεστος | οι | ζαχαράσβεστοι |
γενική | του | ζαχαράσβεστου & ζαχαρασβέστου |
των | ζαχαράσβεστων & ζαχαρασβέστων |
αιτιατική | τον | ζαχαράσβεστο | τους | ζαχαράσβεστους & ζαχαρασβέστους |
κλητική | ζαχαράσβεστε | ζαχαράσβεστοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζαχαράσβεστος θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζαχαράσβεστος
|