ζάμια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζάμια | οι | ζάμιες |
γενική | της | ζάμιας | των | ζαμιών |
αιτιατική | τη | ζάμια | τις | ζάμιες |
κλητική | ζάμια | ζάμιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈza.mi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζά‐μι‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζάμια θηλυκό
- (βοτανική) φυτό της οικογένειας Zamiaceae
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Zamia στην αγγλική Βικιπαίδεια