εἴρερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | εἴρερος | οἱ | εἴρεροι |
γενική | τοῦ | εἰρέρου | τῶν | εἰρέρων |
δοτική | τῷ | εἰρέρῳ | τοῖς | εἰρέροις |
αιτιατική | τὸν | εἴρερον | τοὺς | εἰρέρους |
κλητική ὦ! | εἴρερε | εἴρεροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰρέρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰρέροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἴρερος < εἴρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἴρερος, -ου αρσενικό
- (σπάνιο) δουλεία, αιχμαλωσία, σκλαβιά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 529 (527-529)
- οἱ δέ τ᾽ ὄπισθε | κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους | εἴρερον εἰσανάγουσι, πόνον τ᾽ ἐχέμεν καὶ ὀϊζύν·
- ενώ οι εχθροί | με τα κοντάρια τους πισωχτυπούν αλύπητα στην πλάτη και στους ώμους, | τη σέρνουν να την πάρουν σκλάβα τους, για να βουλιάξει στης δυστυχίας τον πόνο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οἱ δέ τ᾽ ὄπισθε | κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους | εἴρερον εἰσανάγουσι, πόνον τ᾽ ἐχέμεν καὶ ὀϊζύν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 529 (527-529)
Πηγές
επεξεργασία- εἴρερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἴρερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.