Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εἴρερος οἱ εἴρεροι
      γενική τοῦ εἰρέρου τῶν εἰρέρων
      δοτική τῷ εἰρέρ τοῖς εἰρέροις
    αιτιατική τὸν εἴρερον τοὺς εἰρέρους
     κλητική ! εἴρερε εἴρεροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰρέρω
γεν-δοτ τοῖν  εἰρέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εἴρερος < εἴρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εἴρερος, -ου αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία