εψομίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εψομίτης | οι | εψομίτες |
γενική | του | εψομίτη | των | εψομιτών |
αιτιατική | τον | εψομίτη | τους | εψομίτες |
κλητική | εψομίτη | εψομίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεψομίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ένυδρο θειικό ορυκτό του μαγνησίου (χημικός τύπος MgSO4·7H2O)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Επσομίτης στη Βικιπαίδεια