Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εχθροπάθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εχθροπάθει
α
οι
εχθροπάθει
ες
γενική
της
εχθροπάθει
ας
—
αιτιατική
την
εχθροπάθει
α
τις
εχθροπάθει
ες
κλητική
εχθροπάθει
α
εχθροπάθει
ες
Κατηγορία
όπως «
πέστροφα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εχθροπάθεια
<
εχθρ(ός)
+
-ο-
+
-πάθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εχθροπάθεια
θηλυκό
έντονα αρνητικά
συναισθήματα
που νιώθει κάποιος για τον
εχθρό
του
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
εχθρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εχθροπάθεια
αγγλικά
:
animosity
(en)
,
rancor
(en)
γαλλικά
:
animosité
(fr)
,
rancœur
(fr)