Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευρώπουλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ευρώπουλ
ο
τα
ευρώπουλ
α
γενική
του
ευρώπουλ
ου
των
ευρώπουλ
ων
αιτιατική
το
ευρώπουλ
ο
τα
ευρώπουλ
α
κλητική
ευρώπουλ
ο
ευρώπουλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευρώπουλο
<
ευρώ
+
υποκοριστικό
επίθημα
-όπουλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευρώπουλο
ουδέτερο
(
νεολογισμός
) (
ειρωνικό
)
ευρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευρώπουλο