ευρωχώρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευρωχώρος αρσενικό
- (σπάνιο) η Ευρωπαϊκή Ένωση ή (κατ’ επέκταση) η Ευρώπη
- ※ Ο Πρόεδρος του Eurogroup δήλωσε το βράδυ της Παρασκευής ότι αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη δεν αποτέλεσε θέμα της συνάντησης (…). “Δε θέλουμε να εκραγεί χωρίς λόγο ο ευρωχώρος”. Αποκλείστηκε επίσης και το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. (εφ το Βήμα, 7/5/2011
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευρωχώρος
|