ευρωχώρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαευρωχώρα θηλυκό
- (σπάνιο) χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
- (σπάνιο) (συνεκδοχικά) το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
- ※ Η γερμανική οικονομία είναι στάσιμη, ο αριθμός των ανέργων ανεβαίνει. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός είναι χαμηλότερος από το μέσο όρο στην Ευρωχώρα. (εφ. Καθημερινή, 13/11/2001)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευρωχώρα
|