ευρωτίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευρωτίαση | οι | ευρωτιάσεις |
γενική | της | ευρωτίασης* | των | ευρωτιάσεων |
αιτιατική | την | ευρωτίαση | τις | ευρωτιάσεις |
κλητική | ευρωτίαση | ευρωτιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευρωτιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαευρωτίαση θηλυκό
- (λόγιο) η εμφάνιση μούχλας, το μούχλιασμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευρωτίαση
|