Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευρωομόλογο τα ευρωομόλογα
      γενική του ευρωομόλογου
ευρωομολόγου
των ευρωομόλογων
ευρωομολόγων
    αιτιατική το ευρωομόλογο τα ευρωομόλογα
     κλητική ευρωομόλογο ευρωομόλογα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευρωομόλογο < ευρω- + ομόλογο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Eurobond)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευρωομόλογο ουδέτερο

  1. (νεολογισμός, οικονομία) ομόλογο δανεισμού που πωλείται ταυτόχρονα σε πολλές (ευρωπαϊκές ή / και άλλες) αγορές
  2. (νεολογισμός, οικονομία) κρατικά ομόλογα σε ευρώ που εκδίδονται από κοινού από (διάφορα ή / και όλα τα) κράτη της ευρωζώνης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Eurobond στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία