ευρυχωρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευρυχωρότητα < ευρύχωρ(ος) + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευρυχωρότητα θηλυκό
- (λόγιο) (σπάνιο) η ιδιότητα του ευχύχωρου, το να είναι κάποιος ή κάτι ευρύχωρο(ς)
- ※ Τὰ ὁσπίτια τῶν Χατζηπετραίων προεστῶν ἐστόλιζαν τὴν κωμόπολιν διὰ τὴν ὡραίαν κατασκευήν των καὶ εὐρυχωρότητα. (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 1, Αθήνα 1939, σελ. 259)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευρυχωρότητα
|