ευρετηρίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευρετηρίαση | οι | ευρετηριάσεις |
γενική | της | ευρετηρίασης* | των | ευρετηριάσεων |
αιτιατική | την | ευρετηρίαση | τις | ευρετηριάσεις |
κλητική | ευρετηρίαση | ευρετηριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευρετηριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευρετηρίαση < ευρετηριάζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευρετηρίαση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ευρετηριάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευρετηρίαση
|