ευρετηριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευρετηριάζω < ευρετήρι(ο) + -άζω
Ρήμα
επεξεργασίαευρετηριάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευρετηριάζω | ευρετηρίαζα | θα ευρετηριάζω | να ευρετηριάζω | ευρετηριάζοντας | |
β' ενικ. | ευρετηριάζεις | ευρετηρίαζες | θα ευρετηριάζεις | να ευρετηριάζεις | ευρετηρίαζε | |
γ' ενικ. | ευρετηριάζει | ευρετηρίαζε | θα ευρετηριάζει | να ευρετηριάζει | ||
α' πληθ. | ευρετηριάζουμε | ευρετηριάζαμε | θα ευρετηριάζουμε | να ευρετηριάζουμε | ||
β' πληθ. | ευρετηριάζετε | ευρετηριάζατε | θα ευρετηριάζετε | να ευρετηριάζετε | ευρετηριάζετε | |
γ' πληθ. | ευρετηριάζουν(ε) | ευρετηρίαζαν ευρετηριάζαν(ε) |
θα ευρετηριάζουν(ε) | να ευρετηριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευρετηρίασα | θα ευρετηριάσω | να ευρετηριάσω | ευρετηριάσει | ||
β' ενικ. | ευρετηρίασες | θα ευρετηριάσεις | να ευρετηριάσεις | ευρετηρίασε | ||
γ' ενικ. | ευρετηρίασε | θα ευρετηριάσει | να ευρετηριάσει | |||
α' πληθ. | ευρετηριάσαμε | θα ευρετηριάσουμε | να ευρετηριάσουμε | |||
β' πληθ. | ευρετηριάσατε | θα ευρετηριάσετε | να ευρετηριάσετε | ευρετηριάστε | ||
γ' πληθ. | ευρετηρίασαν ευρετηριάσαν(ε) |
θα ευρετηριάσουν(ε) | να ευρετηριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευρετηριάσει | είχα ευρετηριάσει | θα έχω ευρετηριάσει | να έχω ευρετηριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευρετηριάσει | είχες ευρετηριάσει | θα έχεις ευρετηριάσει | να έχεις ευρετηριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευρετηριάσει | είχε ευρετηριάσει | θα έχει ευρετηριάσει | να έχει ευρετηριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευρετηριάσει | είχαμε ευρετηριάσει | θα έχουμε ευρετηριάσει | να έχουμε ευρετηριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευρετηριάσει | είχατε ευρετηριάσει | θα έχετε ευρετηριάσει | να έχετε ευρετηριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευρετηριάσει | είχαν ευρετηριάσει | θα έχουν ευρετηριάσει | να έχουν ευρετηριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευρετηριάζω
|