ευληπτότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευληπτότητα (νεολογισμός) < εύληπτ(ος) + -ότητα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.vliˈpto.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐λη‐πτό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευληπτότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του εύληπτου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευληπτότητα
|