Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευληπτότητα οι ευληπτότητες
      γενική της ευληπτότητας των ευληπτοτήτων
    αιτιατική την ευληπτότητα τις ευληπτότητες
     κλητική ευληπτότητα ευληπτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευληπτότητα (νεολογισμός) < εύληπτ(ος) + -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.vliˈpto.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐λη‐πτό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευληπτότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του εύληπτου
    1. για εύκολη λήψη
      η ευληπτότητα της τροφής, ενός φαρμάκου
      υψηλή ευληπτότητα
    2. (σπανιότερα) για εύκολη κατανόηση
      η ευληπτότητα του μηνύματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία