Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εύληπτος < αρχαία ελληνική εὔληπτος

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύληπτος η εύληπτη το εύληπτο
      γενική του εύληπτου της εύληπτης του εύληπτου
    αιτιατική τον εύληπτο την εύληπτη το εύληπτο
     κλητική εύληπτε εύληπτη εύληπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύληπτοι οι εύληπτες τα εύληπτα
      γενική των εύληπτων των εύληπτων των εύληπτων
    αιτιατική τους εύληπτους τις εύληπτες τα εύληπτα
     κλητική εύληπτοι εύληπτες εύληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

εύληπτος, -η, -ο

  • που λαμβάνεται εύκολα
εύληπτο φάρμακο
  • (μεταφορικά) που κατανοείται εύκολα
εύληπτη μελωδία
εύληπτο κείμενο
πρόκειται για έναν εύληπτο οδηγό χρήσης
 συνώνυμα: απλοποιημένος, ευκολονόητος, ευνόητος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία