ευδιαλυτότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευδιαλυτότητα < ευδιάλυτος + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευδιαλυτότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ευδιάλυτου, η εύκολη διάλυση κάποιου πράγματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευδιαλυτότητα
|