ευαγγελιστάριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευαγγελιστάριο < ευαγγελιστής + -άριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευαγγελιστάριο ουδέτερο
- (θρησκεία) εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα αποσπάσματα των ευαγγελίων με τη σειρά που διαβάζονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευαγγελιστάριο
|