εργοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εργοθεραπεία < εργο- + -θεραπεία, (απόδοση) αγγλική occupational therapy
Ουσιαστικό επεξεργασία
εργοθεραπεία θηλυκό
- θεραπευτική πρακτική που με την απασχόληση και τη δραστηριότητα συμβάλλει στην καλύτερη ποιότητα ζωής
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εργοθεραπεία
|