↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργασιοθεραπεία οι εργασιοθεραπείες
      γενική της εργασιοθεραπείας των εργασιοθεραπειών
    αιτιατική την εργασιοθεραπεία τις εργασιοθεραπείες
     κλητική εργασιοθεραπεία εργασιοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εργασιοθεραπεία < εργασία + -θεραπεία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εργασιοθεραπεία θηλυκό

  • Θεραπευτικές δραστηριότητες που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη, επανάκτηση ή διατήρηση των ικανοτήτων που είναι απαραίτητες για την υγεία, την παραγωγικότητα και την ανεξαρτησία στην καθημερινή διαβίωση. Μπορεί να περιλαμβάνει την χρήση τεχνολογίας ή επικουρικά υποστηρικτικών τεχνικών για την ενίσχυση της λειτουργίας ή την αποτροπή της αναπηρίας.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία