εργατοδικείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεργατοδικείο ουδέτερο
- (νομικός όρος) δικαστήριο που εκδικάζει εργατικά ζητήματα, ζητήματα που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, ζητημάτων που άπτονται της κοινωνικής τους ασφάλισης και την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στους χώρους εργασίας
- εντός των καθηκόντων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι να λειτουργεί ως εργατοδικείο και να εργάζεται επάνω σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- δικαστήριο (Ναός της Θέμιδας)
- δικανικός
- δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία εργατοδικείο
|