εργατικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εργατικά | ||
γενική | των | εργατικών | ||
αιτιατική | τα | εργατικά | ||
κλητική | εργατικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
εργατικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εργατικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
εργατικά ουδέτερο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εργατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εργατικό