ερανισματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ερανισματικός (en) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- ο δομημένος ή βασισμένος σε ερανίσματα
- ο κινηματικά εκλεκτικός (βλ. εκλεκτισμός)
- που σχετίζεται ή αφορά ερανίσματα
ερανισματικός (en) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο