Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιτροπείο τα επιτροπεία
      γενική του επιτροπείου των επιτροπείων
    αιτιατική το επιτροπείο τα επιτροπεία
     κλητική επιτροπείο επιτροπεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιτροπείο < επίτροπος + -είο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιτροπείο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία