επιτροπείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιτροπείο ουδέτερο
- (θρησκεία) χώρος (ή ειδική αίθουσα) που βρίσκονται οι (εκκλησιαστικοί) επίτροποι, συνήθως στην είσοδο ενός ναού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιτροπείο
|