επισκευαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επισκευαστικός < επισκευάζω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
επισκευαστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την επισκευή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- επισκευαστικά
- → δείτε τη λέξη επισκευάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
επισκευαστικός
|